- κενοδοξώ
- (Α κενοδοξῶ, -έω) [κενόδοξος]νεοελλ.-μσν.1. είμαι ματαιόδοξος, ματαιοδοξώ2. επαίρομαι, μεγαλαυχώμσν.περιφρονώαρχ.έχω μάταιη πεποίθηση («περὶ δὲ τὰς ἀνωφελεῑς εὑρησιλογίας κενοδοξοῡντες», Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κενοδοξῶ — κενοδοξέω hold a vain opinion pres subj act 1st sg (attic epic doric) κενοδοξέω hold a vain opinion pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενοδόξῳ — κενόδοξος vain glorious masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… … Dictionary of Greek
κενοδοξία — η (ΑΜ κενοδοξία, Μ και κενοδοξία) [κενοδοξώ] το να είναι κανείς κενόδοξος, η ματαιοδοξία, η αλαζονεία αρχ. 1. δοκησισοφία («μηδὲν κατὰ ἐριθείαν ἤ κενοδοξίαν», Πλούτ.) 2. σεμνοτυφία … Dictionary of Greek
κενοδοξικώς — κενοδοξικῶς (Μ) επίρρ. με κενοδοξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κενοδοξικός < κενοδοξῶ] … Dictionary of Greek
κενοδόξισμα — κενοδόξισμα, τὸ (Μ) καύχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κενοδοξῶ] … Dictionary of Greek